Τομσκ

Τομσκ
Πόλη (περίπου 502.000 κάτ.) στη δημοκρατία της Ρωσίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας. Είναι χτισμένη στη δεξιά όχθη του ποταμού Τομ, σε απόσταση 220 χλμ. από το Νοβοσιμπίρσκ. Σημαντικότατο πνευματικό κέντρο της Σιβηρίας, το Τ. διαθέτει αξιόλογο ποτάμιο λιμάνι, ωραίους δρόμους, κήπους και άλση, καθώς και πολλά ινστιτούτα, μουσεία, αστεροσκοπείο και πλούσια βιβλιοθήκη. Μέσω σύντομης διακλάδωσης συνδέεται με τη σιδηροδρομική γραμμή του Υπερσιβηρικού. Η πόλη είναι έδρα του αρχαιότερου πανεπιστημίου της Σιβηρίας (1888) και έχει πολλές βιομηχανίες (τροφίμων, ηλεκτρονικών μηχανημάτων, χημικών προϊόντων, μηχανοκατασκευών και ξυλείας). Διαθέτει επίσης αεροδρόμιο. Η ομώνυμη επαρχία έχει έκταση 316.900 τ. χλμ. και πληθυσμό πάνω από 1.001.000 κατ. Εκτείνεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του Δυτικού Βαθύπεδου της Σιβηρίας, σε περιοχή ιδιαίτερα πεδινή, που διασχίζεται από τον ποταμό Ομπ. Στο σημείο αυτό ο Ομπ δέχεται τα νερά των παραποτάμων του Τομ, Κετ Τιμ, Παράμπελ και Βασιούγκαν. Έχει σημαντική γεωργία (δημητριακά), κτηνοτροφία και δασικά προϊόντα. Σημαντικές πόλεις, εκτός από την πρωτεύουσα, είναι οι Ασίν και Κολπάσεβο. Ιστορία. To T. ιδρύθηκε το 1604 και αποτέλεσε ένα από τα σπουδαιότερα κέντρα αποικισμού στη Σιβηρία. Το 1804 έγινε πρωτεύουσα της διοικητικής περιοχής και το 1815 ανακαλύφθηκε εκεί χρυσός, η σπουδαιότητά του όμως οφείλεται κυρίως στην τοποθεσία του.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Τελεούτοι — Εκτουρκισμένος μογγολικός λαός της Σιβηρίας, που ζει στην περιφέρεια του Κρουτζνέσκ, Μπιίσκ και Τομσκ. Oνομάζονται και Τελενγκέτ. Οι Τ. υποτάχθηκαν στους Ρώσους ύστερα από μακρόχρονους αγώνες. Η γλώσσα τους είναι ιδίωμα της τουρκικής, συγγενικό… …   Dictionary of Greek

  • Αζαντόφσκι, Μαρκ Κονσταντίνοβιτς — (1888 – 1954). Ρώσος λαογράφος και φιλόλογος. Σπούδασε ιστορία και φιλολογία στο πανεπιστήμιο της Πετρούπολης. Δίδαξε στα πανεπιστήμια Τομσκ, Ιρκούτσκ και Αγίας Πετρούπολης και διηύθυνε το λαογραφικό τμήμα του μουσείου Πούσκιν της Μόσχας. Οι… …   Dictionary of Greek

  • Έσεν, Σεργκέι — (Ιστ Σιζσόλκ [σημερινό Σοτσέτιφκαρ] 1887 – Λοτζ, Πολωνία 1950). Ρώσος παιδαγωγός. Το 1904 τον συνέλαβαν και τον υπέβαλαν σε βαριές σχολικές τιμωρίες, γιατί πήρε μέρος σε επαναστατικές σπουδαστικές κινήσεις· συμπλήρωσε αργότερα τις πανεπιστημιακές …   Dictionary of Greek

  • Κίροφ, Σεργκέι Μιρόνοβιτς — (Sergei Mironovich Kirov, Ουρζούμ 1886 – Λένινγκραντ [σημερινή Αγία Πετρούπολη] 1934). Σοβιετικός πολιτικός. Από το 1904 ήταν μέλος του Ρωσικού Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος (ΣΔΕΚΡ), του οποίου η πτέρυγα των μπολσεβίκων (= πλειοψηφούντων) …   Dictionary of Greek

  • Παβλόφ, Ιβάν Πέτροβιτς — (Ριαζάν 1849 – Μόσχα 1936). Ρώσος φυσιολόγος. Ήταν γιος παπά και σπούδασε στην ιερατική σχολή της γενέτειράς του. Επηρεάστηκε από τον επαναστατικό φιλελευθερισμό των Ρώσων διανοουμένων της εποχής του κατά της παραδοσιακής παιδείας και απέκτησε… …   Dictionary of Greek

  • Σιβηρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που πρωτοεπισημάνθηκε στις 12 Φεβρουαρίου 1926. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 15,9 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 12,9 από τον Ήλιο. II (Σιμπίρ ρωσικά). Περιοχή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”